- ωλίγγη
- και ὠλιγγία, ἡ, Α1. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ἀκαριαῑον, ἐλάχιστον»2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) α) τάση για ύπνο, νύσταβ) ρυτίδα τών βλεφάρωνγ) «πνοὴ καὶ σκιὰ καὶ ἀκαρὲς πνεῡμα».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο οι ποικίλες σημ. τής λ. όσο και η έλλειψη αντίστοιχων τ. στις άλλες γλώσσες καθιστούν δύσκολη την ετυμολογική προσέγγιση τού τ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. *ὦλιγξ, που θυμίζει τον τ. εἴλιγξ «ίλιγγος, ζάλη» (πρβλ. φῦσιγξ: φυσίγγη), ο οποίος θα μπορούσε να συνδεθεί με τη σημ. τής λ. «τάση για ύπνο, νύστα». Κατ' άλλη άποψη, η λ. με βάση τη σημ. «ρυτίδα τών βλεφάρων» θα μπορούσε να συνδεθεί με τον δωρ. τ. ὦλαξ, τής λ. αὖλαξ, ενώ προβληματική είναι η σημ. τής λ. «ακαριαίον, ελάχιστον»].
Dictionary of Greek. 2013.