ωλίγγη

ωλίγγη
και ὠλιγγία, ἡ, Α
1. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ἀκαριαῑον, ἐλάχιστον»
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) α) τάση για ύπνο, νύστα
β) ρυτίδα τών βλεφάρων
γ) «πνοὴ καὶ σκιὰ καὶ ἀκαρὲς πνεῡμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο οι ποικίλες σημ. τής λ. όσο και η έλλειψη αντίστοιχων τ. στις άλλες γλώσσες καθιστούν δύσκολη την ετυμολογική προσέγγιση τού τ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. *ὦλιγξ, που θυμίζει τον τ. εἴλιγξ «ίλιγγος, ζάλη» (πρβλ. φῦσιγξ: φυσίγγη), ο οποίος θα μπορούσε να συνδεθεί με τη σημ. τής λ. «τάση για ύπνο, νύστα». Κατ' άλλη άποψη, η λ. με βάση τη σημ. «ρυτίδα τών βλεφάρων» θα μπορούσε να συνδεθεί με τον δωρ. τ. ὦλαξ, τής λ. αὖλαξ, ενώ προβληματική είναι η σημ. τής λ. «ακαριαίον, ελάχιστον»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὠλίγγην — ὠλίγγη doze fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλίγγας — ὠλίγγᾱς , ὠλίγγη doze fem acc pl ὠλίγγᾱς , ὠλίγγη doze fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωλίγγιος — ία, ον, Α [ὠλίγγη] (κατά τον Ησύχ.) «ὀλίγος» …   Dictionary of Greek

  • ωλιγγήϊος — ηΐα, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀλίγος, βραχύτατος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλίγγη + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] …   Dictionary of Greek

  • ωλιγγία — ἡ, Α βλ. ὠλίγγη …   Dictionary of Greek

  • ωλιγγιώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) «νυστάζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλίγγη «νύστα» + κατάλ. ιάω, ιῶ (πρβλ. ἰλιγγ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ēl- —     ēl     English meaning: line     Deutsche Übersetzung: ‘streifen”?     Material: O.Ind. üli , ülī f. ‘stripe, line” could belong to Gk. ὠλίγγη “ wrinkle under the eyes “ (*ōlin g ü); here one could also put O.Ice. üll (IE *ēlo ) “gully or …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”